- ὀνάγρινον
- ὀνάγρινοςlike a wild assmasc acc sgὀνάγρινοςlike a wild assneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονάγρινος — ὀνάγρινος, ίνη, ον (Α) [όναγρος] (ιδίως για ένδυμα) αυτός που έχει το χρώμα άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα, τὸ νῡν ὀνάγρινον», Πολυδ.) … Dictionary of Greek